μυστηριώδεις

μυστηριώδεις
μυστηριώδης
like mysteries
masc/fem acc pl
μυστηριώδης
like mysteries
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Κάβειροι — Συλλογική ονομασία ομάδας αρχαιοελληνικών θεοτήτων. Η προέλευσή τους και η ετυμολογία της ονομασίας τους είναι αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης των οποίων η ονομασία προέρχεται ίσως από το σημιτικό Kabirim (= ισχυροί,… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… …   Dictionary of Greek

  • αλχημιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. αυτός που ασχολείται με την αλχημεία 2. αυτός που προσπαθεί να επιτύχει με μυστηριώδεις ή ανορθόδοξες ενέργειες ο καταφερτζής …   Dictionary of Greek

  • δεισιδαιμονία — Ο φόβος προς τους δαίμονες (θεούς), η θεοσέβεια· ο φόβος για τις υπερφυσικές δυνάμεις· ο φόβος για τα πονηρά δαιμόνια. Η ύπαρξη δ. είναι συνυφασμένη κυρίως με τις πρώτες φάσεις της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπου. Ανάγεται στη συναίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… …   Dictionary of Greek

  • ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …   Dictionary of Greek

  • ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”